στασάνη

στασάνη
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἐγγύησις, ἐνέχυρον, ὑποθήκη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος, εντάσσεται στην οικογένεια τού ἵστημι* / στήσομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στασάνη — pledge given fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στασάμενον — Α (κατά τον Ησύχ.) «δανεισάμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. στασάνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”